πτωχαίνω

πτωχαίνω
Ν
βλ. φτωχαίνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πτωχαίνω — βλ. φτωχαίνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φτωχαίνω — και πτωχαίνω Ν [φτωχός / πτωχός] 1. γίνομαι φτωχός ή φτωχότερος, πτωχεύω 2. (μτβ.) μτφ. καθιστώ κάτι ή κάποιον φτωχό, περιορίζω τα μέσα και τις ικανότητες του («φτωχαίνω τη γλώσσα») …   Dictionary of Greek

  • φτωχός — ή, ό / πτωχός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός Α 1. αυτός που στερείται τα απαραίτητα για τη ζωή, που ζει στη φτώχεια 2. αυτός που έχει ανεπαρκείς πόρους ζωής, πενιχρά οικονομικά μέσα (α. «έγινε έρανος για τους φτωχούς» β. «καὶ πολλοὶ πλούσιοι ἔβαλλον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”